- περιαγνύω
- περι-άγνῡμι u. περι-αγνύω, herumbrechen; sich herumbiegen; ὂψ περιάγνυται, die Stimme bricht sich rings umher, schallt durch Brechung verstärkt rings umher
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιάγνυμι — και περιαγνύω Α 1. κάμπτω και θραύω κάτι, λυγίζω και σπάζω κάτι ολόγυρα 2. (για τον ήχο) αντηχώ ολόγυρα («περὶ δὲ σφισιν ἄγνυτο ἠχώ», Ησίοδ.) 3. φρ. «κόλπου περιαγνυμένου» κόλπου με κυρτό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄγνυμι «σπάω»] … Dictionary of Greek